κλαυθμηρός

κλαυθμηρός
κλαυθμ-ηρός, ά, όν, ([etym.] κλαίω)
A plaintive, Sch.E.Hec.337.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κλαυθμηρός — κλαυθμηρός, ά, όν (Α) θρηνώδης, θρηνητικός, κλαψιάρικος, πένθιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαυθμός + επίθημα ηρός (πρβλ. μοχθ ηρός, οκν ηρός)] …   Dictionary of Greek

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

  • κλαυθμηρίζω — (Α) [κλαυθμηρός] κλαυθμυρίζω*. χύνω δάκρυα, θρηνώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”